καταγαγεῖν

καταγαγεῖν
низвести

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καταγαγεῖν" в других словарях:

  • καταγαγεῖν — κατάγω lead down aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • εύας — εὔας, ὁ (Α) ο μικρός ρωμαϊκός θρίαμβος («τὸν δὲ ἐλάττω καταγαγεῑν εἰς τὴν πόλιν, ὅν εὔαν Ἕλληνες, ὄβαν δὲ Ῥωμαῑοι καλοῡσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ευαστής «θρίαμβος» (πρβλ. πέλας, πελαστής)] …   Dictionary of Greek

  • μαγεύω — (AM μαγεύω) [μάγος] 1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»